- θεατροτορύνη
- θεατροτορύνη, ή (Α)(ως χλευαστ. επίθ. τής εταίρας Μελίσσης) η τορύνη, η κουτάλα τού θεάτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + τορύνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεατροτορύνη — stage pounder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek